- συνθύτης
- συνθύτηςfellow-sacrificermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθύτης — και βοιωτ. τ. συνθύτας και σουνθύτας, ὁ, Α [συνθύω] 1. αυτός που μετέχει σε κοινή θυσία 2. θεωρός* («θεωροὶ οἱ τὰς θυσίας ἀπάγοντες εἰς τὰ κοινὰ ἱερὰ καὶ τὰ μαντεῑα Ἀττικοί, θεαταὶ ἤ συνθύται Ἕλληνες», Μοιρ.) 3. ιερέας και συλλειτουργός («οἱ… … Dictionary of Greek
συνθύται — συνθύτης fellow sacrificer masc nom/voc pl συνθύτᾱͅ , συνθύτης fellow sacrificer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθύταις — συνθύτης fellow sacrificer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθύτας — συνθύτᾱς , συνθύτης fellow sacrificer masc acc pl συνθύτᾱς , συνθύτης fellow sacrificer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουνθύτας — ὁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. συνθύτης … Dictionary of Greek
συνθυσία — ἡ, Α [συνθύτης] 1. πανήγυρη, θρησκευτική συγκέντρωση 2. το αξίωμα τού συνθύτη, τού θεωρού … Dictionary of Greek